- μετεωροσκόπος
- ο, ηο επιστήμονας που ασχολείται με τα μετέωρα, τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μετεωροσκόπος — ο, η (Α μετεωροσκόπος, ό) νεοελλ. μετεωρολόγος αρχ. 1. αυτός που παρατηρεί και εξετάζει τα μετέωρα 2. αυτός που καταγίνεται με ανώφελα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + σκόπος (< σκοπός), πρβλ. θηρο σκόπος, ορνιθο σκόπος] … Dictionary of Greek
μετεωροσκόπον — μετεωροσκόπος stargazer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωροσκόπου — μετεωροσκόπος stargazer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek
μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε … Dictionary of Greek
μετεωροσκοπία — η [μετεωροσκόπος] η επιστήμη που εξετάζει τα μετέωρα … Dictionary of Greek
μετεωροσκοπείο — το (Α μετεωροσκοπεῑον) [μετεωροσκόπος] νεοελλ. τόπος από τον οποίο γίνονται μετεωρολογικές παρατηρήσεις, μετεωρολογικός σταθμός αρχ. το μετεωροσκόπιο … Dictionary of Greek
μετεωροσκοπικός — ή, ό (Α μετεωροσκοπικός, ή, όν [μετεωροσκόπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μετεωροσκόπο ή στο μετεωροσκόπιο («μετεωροσκοπικές παρατηρήσεις») αρχ. φρ. α) «μετεωροσκοπική τέχνη» η μετεωροσκοπία β) «μετεωροσκοπικὸν ὄργανον» το μετεωροσκόπιο.… … Dictionary of Greek
μετεωροσκοπώ — μετεωροσκοπῶ, έω (Α) [μετεωροσκόπος] εξετάζω τα φαινόμενα τού ουρανού και τής ατμόσφαιρας … Dictionary of Greek
μετεωροσκόπιο — το (Α μετεωροσκόπιον) [μετεωροσκόπος] νεοελλ. όργανο με το οποίο γίνονται μετεωρολογικές παρατηρήσεις αρχ. μαθηματικό όργανο που χρησιμοποίησε ο Πτολεμαίος για παρατήρηση και εξέταση τών αστέρων … Dictionary of Greek